ἐπίταγμα

ἐπίταγμα
ἐπί-ταγμα, ατος, τό,
A injunction, command, SIG22.6 (pl., Epist. Darei), etc.;

τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐ. Pl.R.359a

;

ἐ. ἐπιτάξαι Aeschin.1.3

;

ἐξ ἐπιταγμάτων And.3.11

;

ἐξ ἐπιτάγματος D.19.185

; κατ' ἐπίταγμα, = κατ' ἐπιταγήν (cf.

ἐπιταγή 2

), IG3.163,209;

τυραννικὸν ἐ. Pl.Lg. 722e

, cf. Hyp.Dem.Fr.5, Arist.Pol.1292a20 ; τὰ ἐ. the orders or demands of a courtesan, D.59.29.
2 condition of a treaty, Plb. 1.31.5.
3 Math., ποιεῖν τὸ ἐ. satisfy the required conditions, Archim.Sph.Cyl.1.2,al.
b problem, τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐ. χρείαν ἔχοντα εἰς.. Id.Con.Sph.Praef.; subdivision of a problem, Papp.644.9, etc.
4 tribute, Lyd.Mens.3.23 (pl.).
II reserve or subsidiary force, Plb.5.53.5, Plu.Pomp.69.
2 detachment of 8,192 ψιλοί,=two στίφη, Ascl.Tact.6.3, etc.
b detachment of 4,096 cavalry,=two τέλη, ib.7.11, etc., cf.PGrenf.1.18.6 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίταγμα — injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίταγμα — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίταγμ' — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγμάτων — ἐπίταγμα injunction neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασι — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασιν — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματα — ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματι — ἐπίταγμα injunction neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματος — ἐπίταγμα injunction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”